-
1 αποκληροω
1) выбирать по жребию(ἕνα ἐκ δεκάδος Her.; βουλήν Thuc.; σιτοφύλακας Lys.; τοὺς τρεῖς Plat.)
2) присуждать по жребию(χώραν τινί Plut.)
τοῦτο σοι ἀποκεκλήρωται Luc. — так выпало тебе на долю3) исключать из числа участников жеребьевки(τινα Arst.)
См. также в других словарях:
παντελής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει φθάσει στο ανώτατο σημείο ως προς ένα γνώρισμα του, ολοσχερής, εντελής, ολικός, ολοκληρωτικός (α. «παντελής ερήμωση» β. «παντελὴς μανία», Δίον. Χρυσ.) αρχ. 1. πλήρης, ολόκληρος 2. αυτός που κατορθώνει τα πάντα 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek